Επιλεκτική αλαλία

Τα διαγνωστικά κριτήρια σύμφωνα με το DSM-IV-ΤR είναι τα εξής:
Α)μόνιμη αποτυχία του ατόμου να μιλήσει σε ειδικές κοινωνικές περιστάσεις (στις οποίες υπάρχει η προσδοκία της ομιλίας, πχ στο σχολείο), ενώ ομιλεί σε άλλες περιστάσεις
Β)η διαταραχή παρεμποδίζει τα επιτεύγματα στην εκπαίδευση και την απασχόληση ή την κοινωνική επικοινωνία
Γ)η διαταραχή διαρκεί τουλάχιστον ένα μήνα (δεν περιορίζεται στον  πρώτο μήνα του σχολείου)
Δ)η αποτυχία να μιλήσει δε οφείλεται σε έλλειψη γνώσης ή άνεσης με την ομιλούμενη γλώσσα που απαιτούνται σε κοινωνικές περιστάσεις
Ε)η διαταραχή δεν εξηγείται καλύτερα με διαταραχή της επικοινωνίας  (πχ τραυλισμό) και δεν εμφανίζεται αποκλειστικά στη διάρκεια της πορείας Διάχυτης Αναπτυξιακής Διαταραχής, σχιζοφρένειας ή άλλης ψυχωσικής διαταραχής.


Επιπολασμός
Ο επιπολασμός της διαταραχής κυμαίνεται μεταξύ .47%-.76%
  • Εξαιτίας της σπανιότητας της διαταραχής είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια.
  •  Επιπλέον δυσκολία στον καθορισμό του ακριβούς επιπολασμού υπάρχει εξαιτίας διαφοροποιήσεων στα διαγνωστικά κριτήρια μεταξύ των διαγνωστικών εγχειριδίων DSM-IV και ICD-10.
  • Το δείγμα διαφοροποιείται στις έρευνες ως προς την εθνικότητα, το πλαίσιο (σχολείο, κλινική),ηλικία, χώρα προέλευσης.
Αιτιοπαθογένεια
 Η διαμόρφωση ενός αιτιολογικού μοντέλου είναι απαραίτητη προκειμένου να σχεδιαστεί η θεραπευτική προσέγγιση. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που υποδεικνύουν μια πολύπλοκη και καθοριζόμενη από πολλούς παράγοντες αιτιολογία (Cohan et al, 2006) που πρέπει να εξετάζονται προκειμένου να κατανοήσουμε την αιτιολογία, πορεία και διατήρηση της παθολογίας(Cicchetti, 1984) σε κάθε άτομο. Η Ε.Α ορίζεται καλύτερα ως αποτέλεσμα διάδρασης περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων (Cohan et al, 2006; Viana et al, 2009). Έρευνες από το πρίσμα της αναπτυξιακής παθολογίας αποπειρούνται να ορίσουν την παθολογία ως μια δυναμική διαδικασία  που είναι αποτέλεσμα πολυεπίπεδων και πολύπλοκων συναλλαγών και διαμορφώνουν το άτομο μέσα από εσωτερικές και εξωτερικές επιδράσεις (Viana et al., 2009)
Στον πληθυσμό με Ε.Α. έχουν μελετηθεί οι εξής παράμετροι ως παράγοντες ευαλωτότητας:
Γενετική ευαλωτότητα
   Υποστηρίζεται η παρουσία γενετικής ευαλωτότητας από έρευνες που έχουν μελετήσει την ψυχοπαθολογία των οικογενειών παιδιών με Ε.Α.. Οι ψυχοπαθολογίες που εντοπίζονται πιο συχνά στους γονείς παιδιών με Ε.Α. περιλαμβάνουν:
-Ύπαρξη αγχωδών διαταραχών (Black & Uhde, 1995)
-Ιστορικό επιλεκτικής αλαλίας σε ένα ή και τους δύο γονείς. Έχουν αναφερθεί ποσοστά 18.0% για τις μητέρες, 9.05% για τους πατέρες και 18.0% για τα αδέρφια παιδιών με Ε.Α.
-Παραγωγή ελάχιστου λόγου (taciturnity) βρέθηκε στο 51.0% των πατέρων και 44.0% των μητέρων παιδιών με Ε.Α.
-Διαταραχές λόγου και ομιλίας βρέθηκε στο 9.0% των οικογενειών. (Remschmidt et al., 2001 )
-60% των μητέρων αναφέρεται να παρουσιάζουν κατάθλιψη ή και διαταραχές προσωπικότητας και χαρακτηριστικά όπως έλλειψη κινήτρου, υψηλό νευρωτισμό (Reschmidt et al., 2001). Σε άλλο δείγμα για μητέρες αναφέρεται σε ποσοστό 38.9% ντροπαλότητα και κοινωνικό άγχος καθώς και αποφευκτικές και σχιζότυπες συμπεριφορές (Kristensen et al., 2001)
-Οι Reschmidt et al., (2001) αναφέρουν ότι μόνο το 9% των πατέρων παιδιών με Ε.Α. δεν παρουσίαζαν κάποια ψυχοπαθολογική συμπτωματολογία. Αναφέρονται αλκοολισμός, κατάθλιψη, διαταραχές προσωπικότητας, απόσυρση, ντροπαλότητα, ευερεθιστότητα. Στο δείγμα των Kristensen et al., (2001) αναφέρονται πιο πολλά χαρακτηριστικά σχιζοειδούς προσωπικότητας απ ότι στο φυσιολογικό πληθυσμό, καθώς και υψηλότερα ποσοστά άγχους.
Νευρολογικές/νευροαναπτυξιακές ευαλωτότητες
Οι έρευνες που υποστηρίζουν την ύπαρξη αυτών αναφέρονται σε:
  • Διαταραχές λόγου και επικοινωνίας παρατηρήθηκαν στο 30.3% του δείγματος των Steinhausen et al.(2006). Ο Kristensen (2000) αναφέρει διαταραχές λόγου και ομιλίας σε ποσοστό 38%.
  • Οι Manassis et al. (2003) σύγκριναν τις γλωσσικές ικανότητες παιδιών με Ε.Α. και κοινωνική φοβία  και βρήκαν τα παιδιά με Ε.Α. να έχουν σημαντικά χαμηλότερες επιδόσεις σε αξιολογήσεις διάκρισης ήχων. Επίσης παρόλο που ο μέσος όρος των επιδόσεων στο σύνολο των  αξιολογήσεων ήταν κοντά στο φυσιολογικό φάσμα το 42.9% των παιδιών με Ε.Α. είχε επίδοση στο κλινικό φάσμα τουλάχιστον σε μία από τις αξιολογήσεις.
  • Σε άλλη συγκριτική μελέτη (McInnes et al., 2004) τα παιδιά με Ε.Α. βρέθηκαν να έχουν φυσιολογικές και νοητικές επιδόσεις στο φυσιολογικό φάσμα αλλά να μπορούν να παράγουν μικρότερες, απλούστερες και λιγότερο λεπτομερείς διηγήσεις απ ότι τα παιδιά με σχολική φοβία. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι παρά την ύπαρξη παρόμοιων συναισθηματικών αναπαραστάσεων (πχ ντροπαλότητα, απόσυρση, άγχος) τα παιδιά με Ε.Α. παρουσιάζουν ελλείμματα στη γλωσσική έκφραση που δεν εμφανίζονται σε παιδιά με σχολική φοβία.
  • Άλλες ενδείξεις νευρολογικής ευαλωτότητας όπως προβλήματα λεπτής και αδρής κινητικότητας και καθυστέρηση σε κοινωνικοσυναισθηματικά αναπτυξιακά κριτήρια έχουν μελετηθεί λιγότερο. Αναφέρονται δυσκολίες στην αδρή και λεπτή κίνηση από τις αναφορές των γονέων στον Kristensen (2002) καθώς και ενδείξεις  προ- και περιγεννητικών παράγοντων κινδύνου.
  • Οι Arie et al. (2006) υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας υποομάδας παιδιών με Ε.Α. με δυσκολία στην ακουστική επεξεργασία κατά τη διάρκεια του λόγου, η οποία σε συνδυασμό με άγχος θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποφυγή του λόγου.
Ψυχολογική ευαλωτότητα
  Μεγάλος αριθμός ερευνών υποστηρίζει ότι η Ε.Α. χαρακτηρίζεται πρωταρχικά από άγχος, όπως αντικατοπτρίζεται από την κλινική εικόνα (υψηλά επίπεδα άγχους και αποφυγή) και από τα υψηλά επίπεδα συνοσυρότητας με αγχώδεις διαταραχές, με κύριες την κοινωνική φοβία (61.4-67.9%) και του άγχος αποχωρισμού (31.5%). (Black et al., 2005; Astendig, 1999; Kristensen 2000; Beidel et al., 2005; Manassis et al., 2007). Αναφέρεται σε ποσοστό 50% η συνοσυρότητα με ειδική φοβία στην έρευνα της Manassis et al (2003).
   Αναφέρονται προβλήματα εσωτερίκευσης σύμφωνα με έρευνες που χρησιμοποίησαν το CBCL (Ford et al., 1998; Bergman et al., 2002). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των αναφορών στο CBCL τα παιδιά με Ε.Α. θα μπορούσαν να διαγνωσθούν με Κοινωνική φοβία (Vecchio & Kearny, 2005). Παρόμοια αποτελέσματα έχουν οδηγήσει πολλούς ερευνητές στο συμπέρασμα ότι η Ε.Α. είναι μία έκφραση κοινωνικής φοβίας.
Ε.Α. και εξωτερικευμένη παθολογία
   Μερικές έρευνες αναδεικνύουν ένα μικρό ποσοστό παιδιών με Ε.Α.  που παρουσιάζουν  συμπεριφορές ελέγχου, απαιτητικότητας, αντιπαράθεσης και επιθετικότητας (Kumpulainen et al., 1998; Steinhausen & Juzi, 1996). Είναι δύσκολο να διευκρινιστεί κατά πόσο αυτές οι συμπεριφορές είναι αποδεικτικές εξωτερικευμένης παθολογίας (acting out) ή αντιδράσεις στην αντιμετώπιση φοβικών καταστάσεων. Υπάρχουν  όμως αρκετά ερευνητικά ευρήματα που ξεχωρίζουν υποομάδα παιδιών με Ε.Α. που πληρούν κριτήρια εναντιωματικής διαταραχής, διαταραχής της διαγωγής (10% σύμφωνα με Black & Uhde, 1995), και υπερκινητικότητα (11.1% σύμφωνα με Arie et al., 2006).
E.Α. και συνοσυρότητα:
Έχει  καταγραφεί να συνυπάρχει με :
  • Διαταραχές επικοινωνίας και λόγου
  • Αναπτυξιακές διαταραχές
  • Ενούρηση, εγκόπριση
  • Ελαφριά νοητική καθυστέρηση
  • Σύνδρομο Asperger
  • Τικς
  • Καθυστέρηση σε αναπτυξιακά στάδια (πχ. ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων, έλεγχος εντέρου)
Οικογενειακές ή περιβαλλοντικές ευαλωτότητες
   Οι οικογένειες παιδιών με Ε.Α. συχνά περιγράφονται ως απομονωμένες, συγκρουσιακές και υπερπροστατευτικές, ιδιαίτερα στη σχέση μητέρας-παιδιού. Οι Reschmidt et al. (2001) αναφέρουν στο δείγμα τους το 47% των οικογενειών να αποτελείται από γονείς με προβλήματα γάμου και στο 84% το γονεικό ύφος να χαρακτηρίζεται ακατάλληλο ή ανεπαρκές. Οι Elizur &Perednik (2003) αναφέρουν συγκρούσεις γονέων ενώπιον του παιδιού. Οι τραυματικές εμπειρίες έχουν επίσης μελετηθεί ως προδιαθεσικοί παράγοντες αλλά τα αποτελέσματα είναι μεικτά καθώς σε ποσοστό 13-24% των παιδιών με Ε.Α. βρέθηκε να έχει εκτεθεί σε τραυματική εμπειρία ή ψυχοπιεστικό γεγονός  αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών ήταν πριν την έναρξη της διαταραχής (Black & Uhde, 1995; Juzi, 1996; Kumpulainen et al., 1998).
Διγλωσσία και μετανάστευση
   Αποτελούν άλλους εξειδικευμένους περιβαλλοντολογικούς παράγοντες που έχουν ερευνητικά συνδεθεί με τη διαταραχή. Αναφέρεται ότι είναι 4 φορές συχνότερη η εμφάνιση της Ε.Α. σε παιδιά μεταναστών απ ότι στον ντόπιο πληθυσμό (Sharkey & McNicholas, 2008; Elizur  & Perednik, 2003). Στην έρευνα των Elizur & Perednik παιδιά μεταναστών έχουν διαγνωσθεί με Ε.Α. σε ποσοστό 2.2% σε σύγκριση με το 0.5% του γενικού πληθυσμού στο Ισραήλ. Σε αυτό το δείγμα αναφέρονται υψηλότερα επίπεδα άγχους αλλά χαμηλότερο ποσοστό νευρολογικών και αναπτυξιακών καθυστερήσεων.
    Σύμφωνα με τα κριτήρια των  ICD-10 και DSM-IV τα παιδιά αυτά εξαιτίας πιθανής διγλωσσίας αποκλείονται από τη διάγνωση επιλεκτικής αλαλίας. Ερευνητές  όμως (Bradley & Sloman, 1975) συνδέουν το κοινωνικό άγχος που έχουν αυτές οι κοινωνικές ομάδες, το φόβο ότι θα γίνουν θύματα κοροιδίας ακόμα και για μικρά λάθη στη χρήση της γλώσσας ή στην προφορά,  με την ανάπτυξη της Ε.Α. σε συνδυασμό με τη διαδικασία κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας. Με αυτό τον τρόπο αιτιολογούν και τα υψηλά επίπεδα άγχους που παρουσιάζει αυτή η υποομάδα.
Θεωρία της μάθησης
   Σύμφωνα με τη θεωρία της μάθησης οι Γνωσιακές Συμπεριφοριστικές διατυπώσεις ορίζουν την Ε.Α. ως μία μαθημένη συμπεριφορά η οποία αναπτύσσεται είτε ως αποφυγή άγχους, είτε ως ένας τρόπος να διατηρείται η προσοχή πάνω στο παιδί. Η Ε.Α. θεωρείται ως αποτέλεσμα μια σειράς γεγονότων που τη διατηρούν και ανεξάρτητα από τους αρχικούς λόγους εμφάνισης της συμπεριφοράς, υπάρχει συνήθως κάποιο δευτερογενές όφελος για τη διατήρησή της στο χρόνο από το παιδί (Labbe &Williamson, 1984).